- πυριτοκάμινος
- ο, Ντεχνολ. κάμινος μέσα στην οποία γίνεται η φρύξη τού σιδηροπυρίτη κατά τη βιομηχανική παρασκευή τού θειικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτης + κάμινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek